- συνδιατηρώ
- -έω, Αδιατηρώ κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διατήρηση ενός πράγματος («οἱ μετὰ τῶν Ἀχαιῶν συνδιετήρουν τὴν ὑποκειμένην αὐτοῑς κατάστασιν», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναποσώζω — Μ [ἀποσῴζω] συνδιατηρῶ* … Dictionary of Greek